- ωχ
- ὤχ, ΝΜ, και οχ (Ι) και ώχου και ώχοντα Νεπιφών. νεοελλ. δηλώνει: 1. πόνο, δυσφορία («ωχ, το κεφάλι μου!»)2. λύπη («ωχ, παιδί μου!»)3. αδιαφορία («ωχ, αδελφέ!»)4. αγανάκτηση («ωχ, πια!»)μσν.μαγική επιφώνηση που προφύλασσε δήθεν από τους ψύλλους («εἴ ποτε εἰσέρχῃ ἐν τόπῳ ἔνθα εἰσὶ ψύλλαι, λέγε ὢχ ὤχ, καὶ οὐχ ἄψονταί σου», Γεωπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητικός τ. από τον ήχο τού αναστεναγμού (με μακρό φωνηεντισμό και δασύ εκφραστικό σύμφωνο. Βλ. και λ. ώφου)].
Dictionary of Greek. 2013.